- ακτήμονας
- οαυτός που δεν έχει περιουσία, ιδίως χωράφια: Η κυβέρνηση πήρε ορισμένα μέτρα για τους ακτήμονες καλλιεργητές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτήμονας — Εκείνος που δεν έχει κτηματική περιουσία. Η λέξη χρησιμοποιείται και γενικότερα για να υποδηλώσει τον φτωχό κάτοικο στις αγροτικές περιοχές. Νομικά, ο όρος αυτός διαμορφώθηκε με την ειδική νομοθεσία για τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των … Dictionary of Greek
ἀκτήμονας — ἀκτήμων without property masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несътѧжатель — НЕСЪТѦЖАТЕЛ|Ь (2*), Ѧ с. Тот, кто не имеет собственности: и быти безградникѹ бездомкѹ. не своѥмѹ нелюби(ву) дрѹгу нестѧжателю имѹщю житиѧ. (ἀκτήμονα) КР 1284, 194б; егда же кто подвигнеть(с). изити ѿ тьмы мира сего. доньдеже есть скровенъ в немь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλήιος — (I) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει σιτοφόρες γαίες, φτωχός, ακτήμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λήιον «αθέριστοι καρποί στο χωράφι, σπαρτά»]. (II) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λεία, δηλαδή αγέλες, βοσκήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης — (Isabella, 1186 – 1246). Σύζυγος του Άγγλου βασιλιά Ιωάννη του Ακτήμονα, κόρη του κόμη Αϊμάρ Γ’ και της Αλίκης του Κουρτενέ. Ο Ιωάννης ο Ακτήμονας την απήγαγε και την παντρεύτηκε (1200), ενώ ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον Ούγο Ι’ των Λουζινιάν.… … Dictionary of Greek